μεσέρκειος

μεσέρκειος
μεσ-έρκειος, ον, ([etym.] ἕρκος)
A in the middle of the house: Ζεὺς μ., = ἑρκεῖος, Hsch. (-έρκιος), Sch.11.16.231.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσέρκειος — και, κατά τον Ησύχ., μεσέρκιος και μεσάρκειος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα στο έρκος, δηλαδή μέσα από τον φράχτη, ή στην οικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἔρκειος (< ἔρκος «φράχτης»)] …   Dictionary of Greek

  • μεσέρκειον — μεσέρκειος in the middle of the house masc/fem acc sg μεσέρκειος in the middle of the house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσάρκειος — μεσάρκειος, ον (Α) βλ. μεσέρκειος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”